χαλασμούς

χαλασμούς
χαλασμός
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαλασμός — ο, ΝΜΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. μτφ. μεγάλη, βαθιά συγκίνηση («νιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό», Βαλαωρ.) 2. φρ. «χαλασμός κόσμου» ή «χαλασμός Κυρίου» μτφ. α) i) μεγάλη καταστροφή, γενικός όλεθρος ii) μεγάλη αναστάτωση, πολύς θόρυβος β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”